- ξεφορμάρω
- (αόρ. ξεφορμάρισα) μετ.1) вынимать из формы; 2) изменять форму; деформировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφορμάρω — ξεφορμάρω, ξεφορμάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεφορμάρω — αρα 1. βγάζω κάτι από τη φόρμα, από το καλούπι του: Σήμερα θα ξεφορμάρω τα παπούτσια σου. 2. κάνω κάτι να χάσει το αρχικό του σχήμα, του δίνω άλλη μορφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφορμάρω — 1. βγάζω κάτι από τη φόρμα του, από το καλούπι του 2. αλλάζω το κανονικό σχήμα ενός αντικειμένου, την αρχική μορφή του, προσδίδω σε κάτι άλλη μορφή, τό κάνω να χάσει τη φόρμα του 3. μέσ. ξεφορμάρομαι παύω να είμαι φορμαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ξεφορμάρισμα — το [ξεφορμάρω] 1. εξαγωγή από τη φόρμα 2. μεταβολή τού σχήματος ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek